Η μη ικανότητα σύλληψης μετά από ένα ολόκληρο χρόνο ελεύθερων σεξουαλικών επαφών, ενός ζευγαριού χαρακτηρίζει την υπογονιμότητα.
Διεθνώς τουλάχιστον το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα γονιμότητας γενικώς ή στη σύλληψη του επιθυμητού αριθμού παιδιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις τoυ Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.). Αιτιολογικά αποδίδεται ισομερώς στους 3 επί μέρους παράγοντες, δηλαδή τον άνδρα, τη γυναίκα ή και τους δύο μαζί. Αυτό δείχνει ότι ο άνδρας και η γυναίκα πρέπει να εξετάζονται και να εκτιμώνται ταυτόχρονα.Μία απλή εξέταση του σπέρματος μας δίνει γρήγορα πληροφορίες για την κατάσταση του άνδρα.
Ο Ουρολόγος ασχολείται με την υπογονιμότητα του άνδρα που χαρακτηρίζεται και ως ανδρική διαταραχή της αναπαραγωγής.
Τι μας ενδιαφέρει,
Οι Σεξουαλικές συνήθειες δηλαδή η συχνότητα επαφών, οι γόνιμες ημέρες ,ορμονικές διαταραχές όπως η γυναικομαστία ,ο τραυματισμός των όρχεων,η συστροφή ,η ατροφία, η κιρσοκήλη ,τα αντισπερματικά αντισώματα.Επίσης χειρουργικές επεμβάσεις στο παρελθόν όπως π.χ. βουβωνοκήλη ,ορχεοπηξία(απόφραξη) ,εκτομή του κυστικού αυχένα, προστατεκτομή (παλίνδρομη εκσ/ση) κ.λ.π. Επίσης λοιμώξεις των επιδιδυμίδων του προστάτη και της ουρήθρας.
Το σπερμοδιάγραμμα
Η εργαστηριακή διερεύνηση αρχίζει με την εξέταση του σπέρματος. Η συλλογή του σπέρματος γίνεται καλύτερα με αυνανισμό μετά από αποχή 3-5 ημερών,γιατί ο χρόνος συλλογής επηρεάζει τον αριθμό και την κινητικότητα του σπέρματος. Το σπέρμα πρέπει να εξετάζεται το πολύ μέσα σε μισή ώρα από τη συλλογή του.Φυσιολογικά το σπέρμα έχει όγκο 1,5-5 ml και υγροποιείται σε 5-30 λεπτά, χωρίς συγκολλήσεις σπερματοζωαρίων, που είναι ενδεικτικές για την παρουσία φλεγμονής ή αντισπερμικών αντισωμάτων. Η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων εκφράζεται με το κλάσμα των κινητών, που φυσιολογικά το ποσοστό τους στο τέλος της 1ης ώρας είναι > 65%. Εξετάζεται επίσης η μορφολογία των σπερματοζωαρίων που φυσιολογικά αντιπροσωπεύεται από ποσοστά μεγαλύτερα του 60%.Τέλος στο σπέρμα ελέγχεται ο αριθμός των λευκοκυττάρων και των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Φυσιολογικά πρέπει να μην υπάρχουν πάνω από 0-2 πυοσφαίρια και ερυθρά κατά οπτικό πεδίο ή περισσότερα από 1Χ106 πυοσφαίρια/ml σπέρματος. Η παρουσία πυοσπερμίας (πυοσφαιρίων στο σπέρμα) και αιμοσπερμίας (ερυθρών αιμοσφαιρίων στο σπέρμα) είναι ενδεικτική συνήθως προστατίτιδας και μπορεί να επηρεάζει κύρια την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων.
Τα συνηθέστερα αίτια υπογονιμότητας τα οποία και θεραπεύονται είναι τα παρακάτω:
Κιρσοκήλη, προστατίτιδα, φίμωση, υποσπαδίας (κάποιες μορφές), υπερπρολακτιναιμία, υπογοναδοτροφικός υπογοναδισμός, αντισπερματικά αντισώματα.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΙΤΙΩΝ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
Θεραπεύσιμα |
Δυνητικά θεραπεύσιμα |
Αθεράπευτα |
Κιρσοκήλη |
Ιδιοπαθή αίτια |
Αμφοτερόπλευρη ανορχία |
Φίμωση |
Απουσία ή απόφραξη σπερματικών πόρων |
Συστροφή όρχεος |
Υποσπαδίας |
Κρυψορχία |
Τραύματα όρχεων |
Προστατίτιδα |
Χρήση φαρμάκων |
|
Υπερπρολακτιναιμία |
Επαγγελματικά αίτια |
|
Υπογοναδοτροφικός υπογοναδισμός |
Αντισπερματικά αντισώματα |
Kιρσοκήλη
Η κιρσοκήλη χαρακτηρίζεται από την διάταση του φλεβικού πλέγματος των όρχεων και οφείλεται σε παλινδρόμηση αίματος από τις νεφρικές φλέβες προς τους όρχεις Είναι η πιο συχνά χειρουργικά διορθώσιμη αιτία της ανδρικής υπογονιμότητας.
Στο 90% των περιπτώσεων εμφανίζεται στον αριστερό όρχη για ανατομικούς λόγους.Η συχνότητα της κιρσοκήλης μεταξύ των νεαρών ενηλίκων ανέρχεται στο 20%. Η κιρσοκήλη μπορεί να προκαλέσει μείωση του αριθμού, της κινητικότητας και του ποσοστού των φυσιολογικών μορφών των σπερματοζωαρίων.Βέβαια όπως συμβαίνει με όλες τις παθήσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ιδιοπαθείς περιπτώσεις, που αναφέρονται στο 25-50% των περιπτώσεων ανδρικής υπογονιμότητας, όπου δεν υπάρχει καμία αναγνωρίσιμη αιτία και τα αίτια αποδίδονται σε άγνωστους γενετικούς και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες.
Σε περίπτωση κιρσοκήλης, που ανευρίσκεται σε ποσοστά μέχρι 40% στους υπογόνιμους άνδρες, συνιστάται η χειρουργική αποκατάσταση που βελτιώνει το σπέρμα στο 70% περίπου των ασθενών, από τους οποίους τα δύο τρίτα, επιτυγχάνουν και εγκυμοσύνη.
Οι φλεγμονές του προστάτη
Οι κύριοι τρόποι με τους οποίους μολύνεται ο προστάτης είναι η ανιούσα οδός, μέσω της ουρήθρας και η αιματογενής από κάποια μακρινή εστία. Επίσης ο προστάτης μολύνεται δια της λεμφικής οδού, μέσω των λεμφαγγείων που τον συνδέουν με το ορθό, όπως και σε ουρολοιμώξεις, από την παλινδρόμηση των μολυσμένων ούρων μέσα στους πόρους του προστάτη και την επινέμησή του από τα μικρόβια. Τα συνηθέστερα μικρόβια που βρίκουμε στην προστατίτιδα είναι το κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli)και διάφορα είδη του Πρωτέα, ενώ λιγότερο συχνά είναι η ψευδομονάδα (Pseudomonas) και ο εντερόκοκκος (Enterococcus).
Οξεία προστατίτιδα
Η οξεία προστατίτιδα (acute prostatitis) χαρακτηρίζεται από πόνο, χαμηλά στο περίνεο, συχνουρία και καύσο στην ούρηση, από δυσουρία και αποφρακτικά φαινόμενα, όπως και από αιφνίδιο, υψηλό πυρετό με ρίγος και γενική κακουχία. Συχνά οι ασθενείς παρουσιάζουν και επίσχεση των ούρων, διότι ο προστάτης τους διογκώνεται και στη δακτυλική από το ορθό εξέταση, που πρέπει να γίνεται ήπια και προσεκτικά, είναι ο προστάτης επώδυνος αλλά και θερμός.
Χρόνια προστατίτιδα
Η χρόνια προστατίτιδα (chronic prostatitis) αποτελεί συνήθως εξέλιξη της οξείας προστατίτιδας και προκαλείται με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνη και από τα ίδια μικρόβια, όμως η οξεία προσβολή μπορεί να μείνει «σιγηλή» ή να είναι ήπια και να ξεχαστεί, για να εκδηλωθεί αργότερα με τα συμπτώματα της χρόνιας προστατίτιδας.Tα συμπτώματα που προκαλεί η χρόνια προστατίτιδα είναι τα ερεθιστικά ενοχλήματα στη διάρκεια της ούρησης (καύσος, συχνουρία, επιτακτική ούρηση και δυσουρία) και οι βύθιοι και ενοχλητικοί πόνοι στο περίνεο, την υπερηβική χώρα ή κατά μήκος του σπερματικού τόνου και τους όρχεις. Η εξέταση των ούρων δείχνει την παρουσία ουρολοίμωξης (πυοσφαίρια και μικροβιακή χλωρίδα), η οποία όμως μπορεί να απουσιάζει, διότι πολύ συχνά η λοίμωξη είναι εντοπισμένη μόνο στον προστάτη.
Στη δακτυλική εξέταση ο προστάτης μπορεί να είναι φυσιολογικός ή να παρουσιάζει κατά θέσεις σκληρίες ή κλυδάζουσες περιοχές, με ένα επώδυνο και δυσάρεστο αίσθημα πίεσης ή πόνο, που επεκτείνεται κατά μήκος της ουρήθρας και που συχνά συνοδεύεται από την έξοδο εκκρίματος, συνήθως θολού ή ορώδους και διαυγούς.Στη χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, ανευρίσκονται gram αρνητικά βακτηρίδια, αλλά και gram θετικοί κόκκοι, χλαμύδια και μύκητες. Στη μη βακτηριδιακή χρόνια προστατίτιδα ανευρίσκονται στο έκκριμα φλεγμονώδη κύτταρα και ιδίως μακροφάγα, απουσιάζει όμως η ανάπτυξη και η ανεύρεση μικροβίων. Έτσι η θεραπεία που ανεξάρτητα με τη μορφή της, πρέπει να διαρκεί για 2-3 μήνες, στη μεν βακτηριακή προστατίτιδα γίνεται με τη χορήγηση κινολόνης και κοτριμοξαζόλης, που είναι τα μόνα αντιβιοτικά που διέρχονται τον αιματοπροστατικό φραγμό (ότι παρεμβάλλεται μεταξύ των τριχοειδών και των κυττάρων του προστάτη) με υψηλά ποσοστά επιτυχίας (70-90%), στη δε μη βακτηριακή μορφή με τετρακυκλίνη, ερυθρομυκίνη και αζιθρομυκίνη.
Όσον αφορά την προστατοδυνία, επειδή ενοχοποιείται στην παθογένειά της η υπεραντανακλαστικότητα του εξωστήρα (detrusor hyperreflexia) και η μυαλγία των μυών του πυελικού εδάφους (pelvic floor myalgia), η αντιμετώπιση με φάρμακα που καταλαμβάνουν τους α-αδρενεργικούς υποδοχείς (αλφουζοσίνη, ταμσουλοσίνη, ντοξαζοσίνη) και με μυοχαλαρωτικά, βοηθάει στην ανακούφιση των ασθενών από τα ενοχλητικά συμπτώματα.
Πέτρος Δ. Θάνος
Χειρουργός Ουρολόγος